Φιλοκράτης

Φιλοκράτης
Φιλοκράτης
masc acc pl (attic epic doric)
Φιλοκράτης
masc nom/voc pl (doric aeolic)
Φιλοκράτης
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Φιλοκράτης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος στρατηγός (5ος αι. π.Χ.). Όταν το 416 π.Χ., ύστερα από μακρά πολιορκία, οι κάτοικοι της Μήλου παραδόθηκαν σε αυτόν από την πείνα, δολοφόνησε τους άνδρες και πούλησε δούλους τις γυναίκες και τα παιδιά τους.… …   Dictionary of Greek

  • Φιλοκράτει — Φιλοκράτης masc nom/voc/acc dual (attic epic) Φιλοκράτεϊ , Φιλοκράτης masc dat sg (epic ionic) Φιλοκράτης masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιλοκράτη — Φιλοκράτης masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) Φιλοκράτης masc acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Филократ — (Φιλοκράτης, Philocrates) 1) афинянин, сын Эфиальта; в 390 г. был предводителем флота, который должен был отплыть в Кипр для поддержки Эвагора, но был захвачен спартанским навархом Телевтием. 2) Один из сикофантов, нападавших на Демосфена после… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Φιλοκράτεος — Φιλοκράτης masc gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιλοκράτην — Φιλοκράτης masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιλοκράτους — Φιλοκράτης masc gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιλόκρατες — Φιλοκράτης masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ФИЛОКРАТ —    • Philocrătes,          Φιλοκράτης,        1. сын Эфиальта из Афин, начальник флота, посланного на помощь Евагору Кипрскому, но перехваченного спартанцами. Хеn. Hell. 4, 8, 24;        2. Φ. из Элевсина, один из обвинителей Демосфена и… …   Реальный словарь классических древностей

  • επανίστημι — (AM έπανίστημι Μ και ἐπανιστώ) [ίστημι] παθ. επανίσταμαι γίνομαι αντίπαλος, εξεγείρομαι εναντίον κάποιου, επαναστατώ («καὶ πρῶτον μὲν τῷ δήμῳ ἐπανέστησαν», Θουκ.) μσν. καθιστώ αρχ. 1. ανεγείρω εκ νέου 2. ξεσηκώνω, κινώ σε στάση εναντίον κάποιου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”